Καλαυρείας

Καλαυρείας
Καλαυρείᾱς , Καλαύρεια
citizen of C.
fem acc pl
Καλαυρείᾱς , Καλαύρεια
citizen of C.
fem gen sg (attic doric aeolic)
Καλαυρείᾱς , Καλαυρεία
fem acc pl
Καλαυρείᾱς , Καλαυρεία
fem gen sg (attic doric aeolic)
Καλαυρείᾱς , Καλαυρείη
fem acc pl
Καλαυρείᾱς , Καλαυρείη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καλαυρεάτης — Προσωνυμία του Ποσειδώνα, τον οποίο λάτρευαν και θεωρούσαν προστάτη της Καλαυρείας (Πόρος) όπου είχαν χτίσει προς τιμήν του μεγαλοπρεπή ναό. Ερείπια του ναού που ανήκαν στον 6o αι. π.Χ. σώζονται μέχρι σήμερα. Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού και… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πόρου — Στεγάζεται στη δωρηθείσα στο κράτος κατοικία του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Κορυζή (πλατεία Κορυζή). Η συλλογή του περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Τροιζηνίας, που προέρχονται από τις παλαιότερες ανασκαφές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”